- πανευμήχανος
- παν-ευ-μήχανος, sehr geschickt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανευμήχανος — ον, Μ εξαιρετικά ευφυής, ευφυέστατος, εφευρετικότατος, πάρα πολύ επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐμήχανος «επινοητικός»] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek